Ορατός ο κίνδυνος για αθρόες εισαγωγές και ελληνοποιήσεις
Κείμενο Ρεπορτάζ: Ανθή Γεωργίου
Ισχυρό χτύπημα δέχτηκε η μελισσοκομία φέτος, με την παραγωγή μελιού να αναμένεται πως θα είναι από τις χαμηλότερες των τελευταίων δεκαετιών. Οι μελισσοκόμοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: έρχονται αθρόες και ελληνοποιήσεις και νοθεία.
Οι μελισσοκόμοι της χώρας προσπαθούν να συνέλθουν από το σοκ, καθώς όπως χαρακτηριστικά λένε, ζουν τη χειρότερη χρονιά, ενώ από την αρχή της σεζόν προειδοποιούσαν για τις δυσκολίες, καθώς και φέτος η κλιματική αλλαγή έδειξε τα δόντια της από νωρίς.
ΟΜΣΕ: «Αυτή την άνοιξη δεν πήραμε σταγόνα μέλι»
Η απώλεια εισοδήματος είναι βέβαιη, καθώς κάθε προσπάθεια να αυξηθεί η τιμή στον παραγωγό είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις απώλειες εξαιτίας των μειωμένων ποσοτήτων.
Ξεκίνησε η χρονιά …στραβά
Τα άσχημα σημάδια ήταν ορατά από τον χειμώνα, ο οποίος όπως εξηγούν οι παραγωγοί στον ΟΤ, ήταν ζεστός με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιηθεί ο βιολογικός κύκλος της μέλισσας. Οι ελπίδες να διορθωθεί η κατάσταση την άνοιξη διαψεύστηκαν, καθώς ο φετινός Απρίλης ήταν ψυχρός, ενώ ο Μάιος χαρακτηρίστηκε από έντονες βροχοπτώσεις, συνθήκες καθόλου ευνοϊκές για τις μελιτοφορίες.
Στο σκηνικό αυτό ήρθαν να προστεθούν οι καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου και οι πλημμύρες του Σεπτεμβρίου, από την κακοκαιρία Daniel, που έκαναν στάχτη και έπνιξαν χιλιάδες κυψέλες.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις για τις ζημιές στον ΕΛΓΑ, στη Θεσσαλία χάθηκαν 112.000 μελίσσια, ενώ στον Έβρο κάηκαν περίπου 2.500.
Στα μελίσσια της Θεσσαλίας, περιλαμβάνονται όπως μας είπε ο Ιωάννης Σενκό και μελίσσια από διάφορες παραγωγικές περιοχές της Ελλάδας, τα οποία φιλοξενούνταν στη Θεσσαλία τη συγκεκριμένη περίοδο.
Όμως, σημαντικές ήταν και οι οικονομικές επιπτώσεις όχι μόνο από την απώλεια του ζωικού κεφαλαίου, αλλά και από τις αναγκαστικές μεταφορές μελισσιών για να μην καταστραφούν.
Αυτή η περίοδος είναι κρίσιμη, όμως η έλλειψη γύρεων και νέκταρος, φέρνουν σε απόγνωση τους μελισσοκόμους, που αυτή την εποχή βρίσκονται στην παραγωγή του πεύκου.
«Οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν να αναπτυχθούν τα μελίσσια. Τα προβλήματα στην ανθοφορία του καλοκαιριού, λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας, είχε ως αποτέλεσμα μειωμένη παραγωγή τόσο στο μέλι όσο και στον βασιλικό πολτό. Χαρακτηριστικό είναι παραγωγός από 1.000 μελίσσια, κατάφερε να βγάλει μέλι όσο θα έβγαζε κάποιος με 50 μελίσσια», λέει στον ΟΤ ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Γιώργος Χίτογλου.
Αρνητικό το πρόσημο στο ταμείο
Προς το παρόν το πρόσημο στο ταμείο για τους μελισσοκόμους είναι αρνητικό, καθώς το κόστος παραγωγής, τα έξοδα του βασικού εξοπλισμού και η τακτική μετακίνηση των μελισσιών παραμένουν αυξημένα.
Τα προβλήματα δε σταματούν εδώ, για να μπορέσουν να συντηρήσουν τα μελίσσια οι μελισσοκόμοι, αναγκάστηκαν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Οι αυξημένες απαιτήσεις σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των τιμών εκτόξευσαν τα έξοδα σε επίπεδα μη συγκρίσιμα με οποιαδήποτε άλλη χρονιά.
«Εξαρχής η χρονιά ήταν δύσκολη για εμάς τους παραγωγούς, ενώ επιβαρυνθήκαν και με το υψηλό κόστος των μελισσοτροφών για να καταφέρουμε να συντηρήσουμε τα μελίσσια μας», σημειώνει ο κ. Σενκό.
Να σημειωθεί ότι το κόστος παραγωγής ανέρχεται περίπου στα 4 με 4,5 ευρώ/κιλό.
Αυτάρκεια στο 60%
Η μελισσοκομία ασκείται σε όλες τις χώρες της ΕΕ και χαρακτηρίζεται από διαφορετικές συνθήκες παραγωγής, αποδόσεις και μελισσοκομικές πρακτικές. Η ΕΕ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός μελιού, ενώ την πρωτιά κατέχει η Κίνα.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση για την αγορά μελιού, που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο, η ΕΕ παρέμενε και το 2021 ο δεύτερος παγκόσμιος παραγωγός μελιού, με τη συνολική παραγωγή στους 215.000 τόνους, από 230.000 τόνους έως το 2020. Πρώτη δύναμη στον κλάδο του μελιού παραμένει η Κίνα, η οποία το 2021 παρουσίασε παραγωγή 486.000 τόνων, από 466.000 τόνους το 2020.
Την ίδια στιγμή, η ΕΕ είναι καθαρός εισαγωγέας μελιού από τρίτες χώρες, καθώς εξακολουθεί να μην παράγει αρκετό μέλι για να καλύψει τη δική της κατανάλωση, με το ποσοστό αυτάρκειας να είναι περίπου στο 60%.
Για το λόγο αυτό, οι εισαγωγές είναι απαραίτητες για την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης στην Ευρώπη, με την Κίνα και την Ουκρανία να παραμένουν οι βασικοί προμηθευτές της κοινότητας. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το 2020 η ΕΕ εισήγαγε 174.912 τόνους μελιού δαπανώντας συνολικά 359.961.000 ευρώ και το 2021 173.511 τόνους ύψους 406.804.000 ευρώ.
Διαβάστε ολο το άρθρο εδω
Για ποιοτική ενημέρωση στηρίξτε το EL00044 , κοινοποιήστε τις αναρτήσεις μας κάντε like κι ακολουθήστε την σελίδα μας στο Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου