Γράφει ο Παύλος Κωνσταντινίδης
Α.Οι ζώνες βλάστησης της Ελλάδας.
Πολύς λόγος γίνεται για την ευφλεκτικότητα των θερμόβιων πεύκων (χαλεπίου και τραχείας) και πολλοί προτείνουν να αντικατασταθούν από φυλλοβόλα δένδρα που θεωρούνται δύσφλεκτα. Πριν από δύο εβδομάδες αυτό έγινε στην Πάρνηθα ξεσηκώνοντας τη διαμαρτυρία των επιστημόνων και των κατοίκων.
Πριν 25 χρόνια μετά την πυρκαγιά του Σέιχ-Σου της Θεσσαλονίκης επιχειρήθηκε το ίδιο πράγμα, με την ίδια λογική. Αφού τα πεύκα καίγονται ας τα αντικαταστήσουμε με φυλλοβόλα και θα ήμαστε ήσυχοι τα επόμενα χρόνια. Όμως από τα 100.000 πλατύφυλλα που φυτεύτηκαν, παρά τις προειδοποιήσεις μας, αφού προκλήθηκε μια χωρίς προηγούμενο διαταραχή, δεν επέζησε ΚΑΝΕΝΑ μόλις δύο χρόνια μετά. Και δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Ποια είναι τα αίτια που τα φυλλοβόλα δεν μπορούν να αναπτυχθούν στην παραλιακή μας ζώνη; Για να το αντιληφθούμε αυτό, θα πρέπει να κατανοήσουμε τις λογικές της φύσης. Θα πρέπει να εξηγήσουμε πως λειτουργούν τα οικοσυστήματα, πως προσαρμόζονται τα διάφορα είδη στα διαφορετικά περιβάλλοντα. Την αρχή θα την κάνουμε σήμερα, όμως επειδή το θέμα είναι μεγάλο και πολύπλοκο θα το ολοκληρώσουμε σε τρία άρθρα. Απόψε θα κάνουμε την αρχή εξηγώντας τι είναι οι ζώνες βλάστησης.
Ας φέρουμε στο μυαλό μας την οροσειρά της Πίνδου. Έστω ένας συγκεκριμένος όγκος αέρα μετακινείται ανατολικά οριζόντια κατά μήκος της θάλασσας. Όταν η όγκος αυτός φθάσει στην Πίνδο υποχρεωτικά αρχίζει να ανεβαίνει σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Καθώς ανεβαίνει, διαστέλλεται λόγω της μείωσης της ατμοσφαιρικής πίεσης που σημαίνει ότι τα μόρια αραιώνουν μεταξύ τους. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει λιγότερες συγκρούσεις μεταξύ τους. Η ένταση και ο αριθμός των συγκρούσεων των μορίων είναι που καθορίζει τη θερμοκρασία του αέρα. Όσο αυτές είναι αδύναμες τόσο η θερμοκρασία κατεβαίνει (να σας θυμίσω εδώ ότι στο απόλυτο κενό η θερμοκρασία είναι -273ο C (απόλυτο 0)).
Δηλαδή κατά την αραίωση του αέρα έχουμε ψύξη, η οποία ονομάζεται αδιαβατική ψύξη, διότι προκαλείται χωρίς χρήση εξωτερικής ενέργειας. Μέχρι τα 600 μ. η ψύξη είναι περιορισμένη. Έτσι μέχρι τα 600 μ. έχουμε αυτό που ονομάζουμε ευμεσογειακή ζώνη με μεσογειακού τύπου κλίμα που χαρακτηρίζεται από άνυδρα θερμά καλοκαίρια και ήπιους μέτρια βροχερούς χειμώνες. Τα φυτά εδώ είναι στο σύνολό τους αείφυλλα (εάν ήταν φυλλοβόλα θα χρειάζονταν 5 φορές περισσότερο νερό την άνοιξη για να βγάλουν νέα φύλλα).
Πάνω από τα 600 μ. αραίωση του αέρα άρα και η ψύξη είναι μεγαλύτερη και εδώ αρχίζουν να υγροποιούνται οι υδρατμοί που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα. Έτσι από αυτό το υψόμετρο αρχίζουν βροχές και τους καλοκαιρινούς μήνες. Όμως η θερμοκρασίες είναι ακόμη σχετικά υψηλές. Από εδώ ξεκινά η παραμεσογειακή ζώνη των θερμόβιων φυλλοβόλων δασών. Εδώ αναπτύσσονται τα θερμόβια φυλλοβόλα δένδρα (δρεις, καστανιές). Τα είδη αυτά μπορούν να διαχειρισθούν το πέσιμο των φύλλων λόγω των καλοκαιρινών βροχών.
Μετά τα 1000 μ. ο αέρας είναι ακόμη πιο αραιός, η ψύξη ακόμη μεγαλύτερη και οι βροχές λόγω της μεγάλης υγροποίησης των υδρατμών ισχυρές, όλο το χρόνο. Έτσι σε αυτές τις χαμηλές θερμοκρασίες και τις πολλές βροχοπτώσεις εμφανίζεται η ζώνη της οξιάς και της ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων. Τα φυτά εδώ έχουν αποκτήσει προσαρμογές ικανές να περνούν μεγάλα διαστήματα παγετών κατά τη χειμερινή περίοδο.
Η τελευταία δασική ζώνη βρίσκεται μεταξύ 1600 και 1800 μ. Είναι η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων. Εδώ κανένα φυλλοβόλο δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Μπορούν να επιζήσουν μόνο τα πλέον ανθεκτικά στους παρατεταμένους παγετούς δάση της λευκόδερμης και της δασικής πεύκης, της ερυθρελάτης και της λευκής ελάτης.
Πάνω από τα 1800 μ., κανένα δασικό είδος δεν αναπτύσσεται. Είναι η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων και εμφανίζεται στα υψηλά όρη της χώρας, πάνω από τα δασοόρια. Πρόκειται για ψευδαλπικές εκτάσεις. Δεν χαρακτηρίζονται ως αλπικές όπως σε άλλες χώρες, γιατί δεν έχουμε περιοχές με μόνιμους παγετούς. Η βλάστηση αποτελείται από ποώδη κυρίως είδη με διάσπαρτους χαμηλούς θάμνους.
Μετά τις κορυφογραμμές ο αέρας κατέρχεται συστέλλεται και αναλόγως θερμαίνεται (αδιαβατική θέρμανση). Η πορεία εμφάνισης των ζωνών είναι αντίστροφή όμως το ίδιο εμφανής.
- Η ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quecetalia ilicis) (παραλιακή, λοφώδης και υποορεινή περιοχή).
- Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis) (λοφώδης, υποορεινή).
- Η ζώνη των δασών οξυάς - ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia) (ορεινή, υπαλπική).
- Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (Vaccinio-Picetalia), (ορεινή - υπαλπική) και
- Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων (Astragalo-Acantholimonetalia), (ψευδαλπική).
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κάποιος κάθε περιοχή έχει τα δικά της κλιματικά χαρακτηριστικά στα οποία μπορούν να αντεπεξέλθουν μόνο τα προσαρμοσμένα είδη. Κάθε προσπάθεια μεταφοράς ειδών από ζώνη σε ζώνη, είναι εκ προοιμίου αποτυχημένη. Και να σημειώσουμε ότι τα πλατύφυλλα δεν είναι δύσφλεκτα λόγω κατασκευής, αλλά καίγονται δύσκολα διότι στις περιοχές που αναπτύσσονται δεν ευνοούνται οι πυρκαγιές (υψηλές σχετικές υγρασίες, χαμηλές θερμοκρασίες, αραιότερο οξυγόνο).
Β Μεσογειακή βλάστηση.
Είδαμε στο προηγούμενο τμημα πως σχηματίζονται οι ζώνες βλάστησης, ας δούμε ποια είναι η πρώτη ζώνη που χαρακτηρίζεται ως Μεσογειακή. Τι είναι αυτό το περίφημο μεσογειακό κλίμα, ποια είναι η σχέση του με τις δασικές πυρκαγιές και γιατί δεν μπορούμε στις περιοχές που εμφανίζεται να κάνουμε αναδασώσεις με φυλλοβόλα;
Μπορεί η φύση να μετατρέψει το θάνατο σε ζωή, την καταστροφή σε δημιουργία; Μπορεί ο Φοίνικας να μην ήταν μύθος; Τα δέντρα δεν έχουν πόδια για να τρέξουν, ούτε φτερά για να πετάξουν, δεν ανοίγουν φωλιές στο έδαφος για να προφυλαχθούν. Πώς θα εκμεταλλεύονταν το γυμνό έδαφος που δημιουργούσε η φωτιά, αφού θα ήταν και τα ίδια θύματά της; Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας ακόμη απίστευτης προσαρμογής των πεύκων και των θάμνων. Το θέμα αυτό θα το αναπτύξουμε στο επόμενο τμήμα.
Γ. Ο μύθος του Φοίνικα και η αναγέννηση μέσα από τις φλόγες.
Και φθάνουμε στην τρίτη φάση του αφηγήματός μας για τη σχέση της φωτιάς με τα μεσογειακά οικοσυστήματα. Θα δούμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι έβλεπαν τη φύση να επανέρχεται μετά από τη φωτιά και την θεώρησαν ως ένα από τα 3 βασικά στοιχεία του σύμπαντος (τα άλλα το νερό και ο αέρας). Έτσι μάλλον εμπνεύσθηκαν το μύθο του αναγεννημένου Φοίνικα μέσα από τις φλόγες.
Πιστέψτε με δεν πρόκειται για μύθο, αλλά είναι μια πραγματικότητα, απλά δεν αφορά πουλί, αλλά φυτά. Θα σας εξηγήσω με όσο πιο απλά λόγια γίνεται, πως μέσα από τις στάχτες του καμένου δάσους αναγεννιέται ένα νέο υγιέστερο και δυνατότερο δάσος. Σήμερα θα αναφερθούμε στο θαυμαστό τρόπο που επιβιώνουν οι θάμνοι στις φωτιές και αύριο θα μιλήσουμε για το πώς τα καταφέρνουν τα πεύκα.
Ας δούμε λοιπόν πως!
Τα μεσογειακά φυτά πρώτα από όλα έπρεπε να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, από την ίδια τη φωτιά, προκειμένου να επιτύχουν τη συνέχειά τους. Για να το πετύχει αυτό η μεσογειακή βλάστηση ανέπτυξε ειδικούς μηχανισμούς επιβίωσης από τις φλόγες των δασικών πυρκαγιών. Οι πρώτοι μελετητές αυτής της συμπεριφοράς βλέποντας ότι αυτό που έπονταν ήταν καλύτερο από το προηγούμενο, έφθασαν (όχι αδικαιολόγητα) στο ακραίο συμπέρασμα ότι τα μεσογειακά είδη επιθυμούν τη φωτιά. Έτσι δόθηκε σ΄ αυτά η ονομασία "πυρόφιλα". Η λέξη αυτή αντικαταστάθηκε αργότερα από τη λέξη "πυρόφυτα", για να αποφευχθούν πιθανές παρεξηγήσεις αλλά και να επισημανθεί το γεγονός ότι τα φυτά αυτά μπορούν να ανταπεξέλθουν μιας δασικής πυρκαγιάς, χάρη στους μηχανισμούς αντοχής που διαθέτουν απέναντι στη φωτιά, αλλά και της ταχύτατης φυσικής αναγέννησής τους μετά από αυτήν.
Τα πυρόφυτα είδη διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες τα παθητικά και τα ενεργητικά πυρόφυτα.
Τα παθητικά πυρόφυτα
Τα παθητικά πυρόφυτα εμφανίζουν απλά υψηλό βαθμό αντοχής στις φλόγες και τις υψηλές θερμοκρασίες της φωτιάς, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανισμών (μηχανικών, φυσικοχημικών κ.ά.), όπως είναι για παράδειγμα:- Η φελλοφόρος δρυς ή η μαύρη πεύκη με τον παχύ φλοιό που δύσκολα καίγεται και προστατεύει το κάμβιο από υπερθέρμανση,
- Το αρμυρίκι και διάφορες δρύες που παρουσιάζουν χαμηλή ευπάθεια στη φωτιά, λόγω υψηλής περιεκτικότητας μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους,
- Η κουκουναριά που με τη φυσική αποκλάδωση απομακρύνει τα κλαδιά της από το έδαφος και τις έρπουσες πυρκαγιές,.
- Διάφορα γεώφυτα και φτέρες που φυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος.
Τα ενεργητικά πυρόφυτα
Τα ενεργητικά πυρόφυτα είναι αυτά που ο μηχανισμός αναπαραγωγής τους ενεργοποιείται αμέσως μετά τη φωτιά. Ο μηχανισμός αυτός οδηγεί στη φυσική αναγέννηση της βλάστησης- Είτε μέσω της βλαστητικής οδού (ριζοβλάστηση και πρεμνοβλάστηση), όπως συμβαίνει στο πουρνάρι, στην κουμαριά, στο δεδρώδες ρείκι, στην άρκευθο και στους περισσότερους μεσογειακούς θάμνους.
- Είτε μέσω των σπόρων που προστατεύονται (συνήθως μέσα στους κώνους ή μέσα στο έδαφος) κατά τη διάρκεια της φωτιάς, για να ελευθερωθούν αμέσως μετά και να οδηγήσουν στην αναγέννηση της καμένης έκτασης, όπως συμβαίνει με τα κωνοφόρα είδη της μεσογειακής βλάστησης, δηλαδή τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη καθώς και με τα λαδάνια.
Προσαρμογή των θάμνων
Τρία είναι τα στοιχεία που ενδιαφέρουν το θέμα μας:- Οι θάμνοι της μεσογειακής βλάστησης περιέχουν συνήθως αιθέρια έλαια και αρωματικές ουσίες κατά κανόνα εύφλεκτες. Στις μεγάλες ζέστες τα αέρια αυτά εξατμίζονται στον περιβάλλοντα χώρο και δημιουργούν ένα εκρηκτικά αναφλέξιμο αέριο μίγμα. Είναι δηλαδή σαν τις αναθυμιάσεις σε βενζινάδικο.
- Οι μεσογειακοί θάμνοι διαθέτουν οφθαλμούς οι οποίοι βρίσκονται σε λήθαργο για δεκαετίες και ενεργοποιούνται όταν το φυτό έχει χάσει το υπέργειο τμήμα του (από φωτιά ή κοπή). Οι οφθαλμοί αυτοί βρίσκονται προστατευμένοι μέσα σε ένα μόρφωμα από σκληρό άκαυτο ξύλο μεταξύ του υπέργειου τμήματος του θάμνου και του ριζικού συστήματος. Το μόρφωμα αυτό (ρόζος) προστατεύει και τους οφθαλμούς, αλλά και το ριζικό σύστημα από την πυρκαγιά. Το χαρακτηριστικό αυτό το χρησιμοποιούν οι κατασκευαστές της πίπας των καπνιστών.
- Τα θρεπτικά συστατικά των θάμνων αποθηκεύονται στο πλούσιο ριζικό σύστημα. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα είδη οι μεσογειακοί θάμνοι τα αποθησαυριστικά τους στοιχεία δεν τα αποθηκεύουν στους ετήσιους κλαδίσκους, αλλά τα στέλνουν κάτω στη ρίζα. Γι’ αυτό και παραμένουν θάμνοι. Δηλαδή αυξάνουν υπόγεια προς τα κάτω αντίθετα με τα δένδρα. Αυτό γίνεται ώστε όταν καούν να έχουν διαθέσιμη ενέργεια για να εκπτύξουν νέα παραβλαστήματα και νέο φύλλωμα (μέχρι να αρχίσουν να φωτοσυνθέτουν ξανά).
Στο επόμενο μέρος θα αναφερθούμε στον τρόπο αντίδρασης των πεύκων στη φωτιά.
Δ.Προσαρμογή των πεύκων στη φωτιά.
Σε αυτο το μέρος θα συνεχίσουμε για τις προσαρμογές των μεσογειακών ειδών στην επιβίωσή τους από τις φωτιές. Χθες είδαμε ότι οι θάμνοι διαθέτουν για δεκάδες χρόνια οφθαλμούς σε λήθαργο, οι οποίοι ενεργοποιούνται μετά από το κόψιμο ή το κάψιμο του υπέργειου τμήματός τους.
Πώς όμως η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη που δεν πρεμνοβλαστάνουν μπορούν να επιβιώνουν και να αναπτύσσονται, μετά από τις τόσο καταστρεπτικές πυρκαγιές; Τι πράγματι συμβαίνει και ποιες προσαρμοστικές δυνάμεις κρύβουν;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Τα πεύκα εξελίχθηκαν ίσως 200 εκατομμύρια χρόνια πριν. Η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη είναι τα πιο διαδεδομένα πεύκα στη χώρα μας. Καταλαμβάνουν μια έκταση περίπου 567.700 εκτάρια δηλαδή το 8.71% των ελληνικών δασών και το 50% της όλης έκτασης που καλύπτουν όλα μαζί τα κωνοφόρα μας. Γεωγραφικά τα δυο αυτά είδη πεύκων δεν συναντώνται πουθενά, διότι η μεν χαλέπιος εμφανίζεται δυτικά της νοητής γραμμής Στρυμονικός Κόλπος –δυτικό όριο Κρήτης και η τραχεία πεύκη ανατολικά της.
Υπολογίζεται ότι κατά την αρχαιότητα καταλάμβαναν έκταση περίπου 1.250.000 εκταρίων (διπλάσια δηλαδή από τη σημερινή). Το 30% από τις εκτάσεις αυτές (περίπου 375.000 εκτάρια) αποδόθηκαν στη γεωργία και άλλες οικονομικές ανθρώπινες δραστηριότητες. Παρατηρούμε λοιπόν ότι παρά την κατασπατάληση από τον άνθρωπο σε ξύλευση, από την έντονη βοσκή και από τις επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές (φυσικές και εμπρησμοί) μόλις 300.000 εκτάρια υποβαθμίσθηκαν τελείως και έχασαν οριστικά τα δάση τους. Η χαλέπιος και η τραχεία κατάφεραν να επιβιώσουν κυριολεκτικά από τη φωτιά και το τσεκούρι και να διατηρούνται σήμερα κυρίαρχες στις απρόσιτες ή στις λιγότερο γόνιμες περιοχές της χώρας (ασβεστολιθικές, γρανιτικές κ.λπ.).
Σήμερα τα δάση της χαλεπίου και της τραχείας καίγονται περίπου 2 φορές μέσα σε κάθε αιώνα, στις περιαστικές περιοχές ακόμη συχνότερα. Πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου ο μόνος τρόπος για να καεί μια έκταση ήταν κυρίως ο κεραυνός και πιθανά και τα ηφαίστεια. Σήμερα οι πυρκαγιές από τους κεραυνούς περιορίζονται μόλις στο 1,6% για τις Μεσογειακές χώρες (2.2% για τη χώρα μας). Οι εκτάσεις που καίγονται κάθε χρόνο εξαιτίας των κεραυνών, υπολογίζονται μόλις στο 2,3% του συνόλου των καμένων εκτάσεων. Όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη όταν παλιά, πριν την εμφάνιση του ανθρώπου, ξέσπαγε μια πυρκαγιά, μπορεί και να έκαιγε για εβδομάδες, διότι τα δάση ήταν συνεχή σε βουνά και σε πεδιάδες και μόνο τυχαία περιστατικά θα μπορούσαν να τη σβήσουν (βροχή, αλλαγή κατεύθυνσης αέρα, φυσικά εμπόδια κ.λπ.).
Πως όμως αναπαράγονται όταν καούν τα δένδρα που δεν παραβλαστάνουν;
Εδώ ξεκινά μια άλλη καταπληκτική προσαρμογή και ενεργοποιείται ένας θαυμαστός μηχανισμός ώστε τα πεύκα να ξαναφυτρώνουν στις περιοχές που βρίσκονταν πριν τη φωτιά.
Τα πεύκα αναπαράγονται από τους σπόρους τους γι αυτό χαρακτηρίζονται ως ενεργητικά πυρόφυτα (την ταξινόμηση την κάναμε στο προηγούμενο τμήμα). Το ερώτημα είναι ότι, αφού τα δένδρο καίγεται, που βρίσκονται οι σπόροι; Η απάντηση είναι στα κουκουνάρια. Από τα αρχαία ελληνικά χρόνια, το κουκουνάρι σχετίζεται με τον Έλληνα θεό της ανδρικής γονιμότητας, τον Διόνυσο. Αποτελούσε σύμβολο αθανασίας και αιώνιας ζωής και όχι άδικα, διότι οι σοφοί σύντομα διαπίστωσαν, ότι από το κουκουνάρι ξεπετάγεται νέα ζωή μετά από τη φωτιά και αυτό εξασφάλιζε την αιώνια παρουσία των πεύκων στις μεσογειακές περιοχές.
Προκειμένου λοιπόν τα πεύκα να προστατέψουν από τη φωτιά τους αναγκαίους για την αναγέννησή τους σπόρους δημιούργησαν τα κουκουνάρια και τους τοποθέτησαν κάτω από τα χονδρά φυλλώδη πτερύγιά τους, τα οποία είναι δύσφλεκτα και παράλληλα μειώνουν τη θερμοκρασία της φωτιάς στο εσωτερικό τους.
Η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη αρχίζουν να σπερμοφορούν σε μικρή ηλικία. Από τη στιγμή που θα γονιμοποιηθεί το άνθος και αρχίζει να δημιουργείται ο κώνος χρειάζονται τρία χρόνια για να ωριμάσουν. Ένας αριθμός κώνων ανοίγει αμέσως μετά την ωρίμανση και οι σπόροι πέφτουν στο έδαφος μέχρι το επόμενο φθινόπωρο, όπως συμβαίνει με όλους τους καρπούς, όλων των δένδρων. Όμως η μοναδικότητα των πεύκων είναι, ότι μεγάλο μέρος των κώνων παραμένει κλειστό στα κλαδιά, με σπόρους ικανούς να βλαστήσουν, ακόμα και για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε χρόνων, μερικές φορές μπορεί να μείνουν πάνω στο δένδρο και για δέκα χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο το πεύκο διατηρεί ένα πολύ μεγάλο απόθεμα σπόρων που εξασφαλίζει την αναγέννησή του ακόμη και αν η φωτιά συμβεί νωρίς την άνοιξη, πριν την ωρίμανση των νέων σπόρων. Μπορεί ο κάθε ένας να ξεχωρίσει τους παλιούς από τους νέους κώνους από το χρώμα τους. Αυτοί που ωρίμασαν τη χρονιά που τους βλέπουμε έχουν πράσινο χρώμα, ενώ οι παλιότεροι καφέ χρώμα.
Το γεγονός αυτό, δηλαδή της ωρίμανσης και της διατήρησης πάνω στα δένδρα ώριμων σπόρων, αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Οι κώνοι σε κανονικές πυρκαγιές, όπου οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται φθάνουν τους 400° έως 700°C δεν καταστρέφονται και προστατεύουν τους σπόρους, ώστε να μην χάνουν τη φυτρωτική τους ικανότητα.
Όμως οι υψηλές θερμοκρασίες ενεργοποιούν έναν μηχανισμό, που προκαλεί άνοιγμα των φύλλων των κώνων, ελευθερώνοντας τους σπόρους που προφύλασσαν γι αυτήν την περίπτωση για πολλά χρόνια. Ο διασκορπισμός των σπόρων αρχίζει 24 ώρες μετά το πέρασμα της φωτιάς, ώστε το έδαφος να επανέλθει σε φυσιολογική θερμοκρασία.
Σε κάθε ώριμο πεύκο κανονικής ανάπτυξης, δημιουργούν¬ται κάθε χρόνο περίπου κατά Μ.Ο. 300 κώνοι. Από αυτούς παραμένουν κλειστοί επάνω στο δένδρο γύρω στους 100 και σε κάθε έναν περίπου κώνο περικλείονται γύ¬ρω στους 70 βιώσιμοι σπόροι. Δηλαδή σε κάθε δένδρο χαλεπίου ή τραχείας πεύκης υπάρχει απόθεμα περίπου 7.000 σπόρων, πέρα από αυτούς που ωριμάζουν την ίδια χρονιά. Ανοίγοντας οι κώνοι, διασκορπίζουν τα σπέρματα σε μια απόσταση, που υπολογίστηκε ότι είναι τριπλάσια με τετραπλάσια περίπου από το ύψος που βρίσκεται ο κώνος. Ο διασκορπισμός αυτός υποβοηθείται από πτερύγια που διαθέτουν τα σπέρματα.
Εάν υποθέσουμε, ότι το μέσο του ύψους μιας χαλεπίου πεύκης βρίσκεται στα 10 μέτρα, τότε θα πρέπει να αναμένεται, ότι κάθε δένδρο θα καλύπτει επιφάνεια γύρω στα 4 στρέμματα, στην οποία θα διασκορπιστούν τα 7.000 αποθεματικά σπέρματα. Η έκταση αυτή γίνεται μεγαλύτερη όταν φυσάει δυνατός αέρας, σε κεκλιμένα εδάφη, όπου λόγω του βάρους των σπόρων ή ακόμη και με τη βοήθεια του νερού των βροχών, μετακινούνται προς τα κατάντη. Εάν λάβουμε υπόψη, ότι σε κάθε στρέμμα υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια δένδρα μπορούμε να αντιληφθούμε τον αριθμό των σπόρων, που διασκορπίζονται μετά από κάθε πυρκαγιά.
Όλοι αυτοί οι σπόροι, αμέσως μετά τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια, φυτρώνουν, δίνοντας μετά μερικές εβδομάδες στο περιβάλλον την όψη κήπου με γκαζόν. Από τα χιλιάδες νεαρά φυτάρια, μέσα από τη διαδικασία του ανταγωνισμού και της φυσικής επιλογής, τελικά θα επιβιώσουν λίγα, τα οποία όμως θα έχουν τα καλύτερα γενετικά χαρακτηριστικά και θα παρουσιάζουν τις καλύτερες προσαρμογές για το τοπικό περιβάλλον.
Τον πρώτο χρόνο το νεαρό φυτό δημιουργεί πλούσιο ριζικό σύστημα που φθάνει μέχρι και 1,5 μέτρο, εάν το επιτρέπει το έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει τις δηλητηριώδεις ουσίες του φαινομένου αλληλοπάθειας. Επειδή τα πεύκο είναι λιτοδίαιτο είδος, έχει την ικανότητα να αναπτύσσεται στα πλέον ακραία από κλιματεδαφικής άποψης περιβάλλοντα. Αυτό εξηγεί την καταπληκτική ικανότητα ανάπτυξης των πευκοδασών στις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές και εκεί όπου η οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου έχει διαταράξει ριζικά, πολλούς από τους οικολογικούς παράγοντες.
Για το λόγο αυτόν θα πρέπει κατά τη συλλογή των σπόρων για τα φυτώρια, να λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να αφήνεται σημαντικό ποσοστό κώνων σε κάθε δένδρο και η κωνοσυλλογή να γίνεται ομοιόμορφα από ολόκληρη την επιφάνεια.
Μια άλλη μορφή ενεργητικής πυροφυτικής αντίδρασης είναι αυτή που ανέπτυξαν τα είδη της οικογένειας Cistaceae (λαδάνια). Αυτά αναπτσσονται συχνά σε πυκνούς σχηματισμούς με ψηλό βαθμό κάλυψης και σε ζώνες όπου οι φωτιές είναι συχνές. Τα λαδάνια έχουν πολύ μικρούς σπόρους οι οποίοι, εκτός από το ότι εισχωρούν βαθιά στο έδαφος και γλιτώνουν έτσι την καταστροφή, μπορούν επίσης να μεταφερθούν με τον άνεμο (λόγω του μικρού βάρους των), στην καμένη έκταση από γειτονικές περιοχές.
Τελικό συμπέρασμα
Όπως είδαμε στην ενότητα αυτή των 4 άρθρων, τα είδη της μεσογειακής βλάστησης, λόγω της άριστης προσαρμογής τους στις ιδιαιτερότητες του μεσογειακού κλίματος, είναι αναντικατάστατα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εισαγωγής νέων ειδών, που δεν διαθέτουν τους μηχανισμούς επιβίωσης απέναντι στη φωτιά πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου ως αποτυχημένη, δεδομένου ότι η φωτιά είναι ένα ενδεχόμενο που στις ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η φωτογραφία που ακολουθεί είναι από το Σέιχ-Σου ακριβώς 10 χρόνια μετά την πυρκαγιά του 1997. Σε κύκλο φαίνονται τα κουκουνάρια που ήδη άρχισαν να σχηματίζονται σε τόσο μικρή ηλικία.
ΥΓ. Παρακαλώ πριν πυροβολήσετε το συγγραφέα, κατανοείστε ότι το κείμενο είναι η περιγραφή μιας φυσικής διαδικασίας. Αναφέρεται στις προσαρμογές της βλάστησης στο ακραίο μεσογειακό περιβάλλον και στον αέναο κύκλο φωτιάς και αναγέννησης και μόνο σε φυσικά φαινόμενα. Δεν έχει σχέση με ακούσιους ή εκούσιους εμπρησμούς.
Είμαι στη διάθεσή σας να λύσουμε οποιαδήποτε απορία σας.
Για ποιοτική ενημέρωση στηρίξτε το EL00044 , κοινοποιήστε τις αναρτήσεις μας κάντε like κι ακολουθήστε την σελίδα μας στο Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου